κοντολογώ

κοντολογώ
κοντολογώ και κοντολογάω μιλώ με συντομία, λέγω κάτι με λίγα λόγια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοντολογώ — άω και κοντολογίζω (Μ κοντολογῶ, άω) νεοελλ. μιλώ σύντομα, λέω κάτι με λίγα λόγια μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοντολογημένος, η, ον σύντομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + λογώ (< λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. μωρο λογώ, πολυ λογώ] …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντολογία — και κοντολογιά, η (Μ κοντολογία) [κοντολογώ] σύντομη αφήγηση, περιληπτική διήγηση μσν. (και ως επίρρ.) κοντολογιά με λίγα λόγια, σύντομα («νὰ τὸ εἰπῶ κοντολογιά», Σαχλίκ.) …   Dictionary of Greek

  • κοντόλογος — κοντόλογος, η, ον (Μ) βραχύλογος, σύντομος, περιληπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά < κοντολογώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”